- ἐπιτίθεται
- ἐπιτίθημιlaypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek
λυκάων — (Lycaon). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το πιο κοινό είδος του γένους αυτού είναι ο Lycaon pictus, ο οποίος έχει διαστάσεις και διαμόρφωση όπως του λύκου. Διαθέτει μεγάλα στρογγυλά αφτιά και λεπτό, μυώδες … Dictionary of Greek
σφύραινα — Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σφυραινιδών, της τάξης των περκόμορφων. Τα ψάρια αυτά, που αντιπροσωπεύονται από ένα μόνο γένος, το οποίο περιλαμβάνει 20 περίπου είδη, είναι διαδομένα σε όλες τις εύκρατες ζώνες. Οι σ. είναι σαρκοφάγες, έχουν… … Dictionary of Greek
ιαγουάρος ή τζάγκουαρ — Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Το σώμα του, μήκους 1,50 2 μ., είναι ευκίνητο και ρωμαλέο, το τρίχωμά του έχει χρώμα ανοιχτό ή σκούρο ξανθό στη ράχη και στα πλευρά, λευκό στην άκρη του ρύγχους και στα κατώτερα άκρα, ενώ… … Dictionary of Greek
λιοντάρι ή λέων — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera leo, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Τα αρσενικά λ. έχουν βάρος 150 260 κιλά και ύψος μέχρι το ακρώμιο 1 μ., ενώ τα θηλυκά βάρος 122 182 κιλά και ύψος 80 90 εκ. Η οδοντοστοιχία… … Dictionary of Greek
μαγκούστα — Κοινή ονομασία ειδών της οικογένειας των σαρκοφάγων θηλαστικών βιβεριδών, η οποία περιλαμβάνει είδη ενδημικά της Αφρικής, της Ασίας και της νότιας Ευρώπης. Από τα κυριότερα είδη είναι το Herpestes ichneumon, γνωστό και με την ονομασία ιχνεύμων,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ζωολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Στεγάζεται από το 1988 σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο 1.600 τ.μ. του πρώτου ορόφου του κτιρίου των Θετικών Επιστημών, στην Πανεπιστημιούπολη Zωγράφου. Η πλούσια συλλογή του περιλαμβάνει είδη ζώων από όλες τις κατηγορίες και θεωρείται μία από τις… … Dictionary of Greek
напасти — НАПА|СТИ 1 (2*), ДОУ, ДЕТЬ гл. Нападать: помѧни пиюштааго теплѹ водѹ отъ слъньца въстопѣвъшѫ. и тѹ же порохѫ нападъшѫ. ѡть мѣста незавѣтръна. Изб 1076, 41; то же ЗЦ к. XIV, 73–74. НАПА|СТИ 2 (88), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1. Припасть, приникнуть: видѧ же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)